Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὁδῷ κρανέεσϑαι

См. также в других словарях:

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»